- απάλαιστρος
- ἀπάλαιστρος, -ον (Α)1. όποιος δεν έχει γυμναστεί σε παλαίστρα, ο ακατάλληλος για πάλη2. αυτός που αντιβαίνει στους κανόνες της παλαίστρας3. ο αδέξιος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀπάλαιστρον — ἀπάλαιστρος not trained in the palaestra masc/fem acc sg ἀπάλαιστρος not trained in the palaestra neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπάλαιστροι — ἀπάλαιστρος not trained in the palaestra masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)